- μελεδωνεύς
- μελεδωνεύς, -έως, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) μελεδωνός* («μελεδωνεύςὁ φύλαξ καὶ τὰ ὅμοια», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδών + κατάλ. -εύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελεδωνεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνέων — μελεδώνη care fem gen pl (epic ionic) μελεδωνεύς masc gen pl μελεδωνέω̆ν , μελεδωνεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek